ποστημόριον

ποστημόριον
ποστημόριον and [full] ποστήμορον, τό,
A fraction, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποστημόριον — fraction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποστημόριον — τὸ, Α μέρος, κλάσμα από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποστός + μόριον (πρβλ. < δεκατη μόριον, τεταρτη μόριον). Το η τού τ. οφείλεται σε ανομοίωση προς αποφυγή τών συνεχόμενων βραχειών συλλαβών] …   Dictionary of Greek

  • ποστημορίου — ποστημόριον fraction neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποστημόρια — ποστημόριον fraction neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”